Tomiko Higa: Τo Κορίτσι με τη Λευκή Σημαία
από τη Μυρτώ Κορωνιού
«Ο τάφος των πυγολαμπίδων» (Grave of the fireflies) είναι μια συγκινητική παραγωγή του πολυαγαπημένου Studio Ghibli. Βασισμένη στην ομώνυμη ημι-αυτοβιογραφική ιστορία του Akiyuki Nosaka, η ταινία αφορά την ιστορία δύο αδελφών, του Seita και της Setsuko, και τις κακουχίες που έζησαν στην Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Χωρίς να αποκαλύψω το τέλος της ταινίας, την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα, τι κι αν σας έλεγα πως υπάρχει κι ένας διαφορετικός «τάφος των πυγολαμπίδων»;
Η Tomiko Higa ήταν μόλις 5 ετών όταν η μητέρα της πέθανε από μηνιγγίτιδα. Ο συντετριμμένος πατέρας της, κρατώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του στα χέρια του, γύρισε και της είπε κάτι το οποίο η μικρή Tomiko θα θυμόταν για όλη την υπόλοιπη ζωή της. «Είναι τυχερή, Tomiko· τυχερή γιατί δε θα είναι εδώ να δει όλα όσα πρόκειται να έρθουν».
Τα αμερικανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Okinawa την 1η Απριλίου του 1945, καθώς ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Ήταν απλά θέμα χρόνου μέχρι να παραδοθεί η Ιαπωνία, χωρίς όμως να νοιάζεται κανείς για την απώλειες στρατιωτών και πολιτών που θα “προέκυπταν” έως ότου γίνει αυτό. Ο πατέρας της Tomiko, μόλις 9 μέρες μετά την κατάληψη, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και μερικές προμήθειες και έφυγε. Η Tomiko δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να του πει αντίο και ακόμη και έως σήμερα δεν ξέρει από τι πέθανε. Πιθανότατα από βόμβα. Μετά την εγκατάλειψη από τον πατέρα τους, η Tomiko και τα αδέρφια της, 17,13 και 9 ετών, αποφάσισαν να αφήσουν το σπίτι τους και να ψάξουν να βρουν καταφύγιο κάπου αλλού, μακριά από την ιαχή του πολέμου και τα σφυρίγματα των βομβών.
Μαζί με τα αδέλφια της, λοιπόν, η μικρή Tomiko κίνησε Νότια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δει έστω για μια τελευταία φορά τον πατέρα της. Σε όποιο καταφύγιο και να πήγαιναν, τους αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο· «δεν έχουμε άλλο χώρο και ούτε αρκετές προμήθειες για εσάς, δε μπορείτε να μείνετε μαζί μας», αναγκάζοντας έτσι τα αδέρφια να κοιμούνται σε σπηλιές, επιλογή που αποδείχτηκε σωστή καθώς πολλά από τα καταφύγια που τους έδιωξαν καταστράφηκαν ολοσχερώς από βομβαρδισμούς. Από τότε και στο εξής, θα προσπαθούσαν πάντα να κοιμούνται σε σπηλιές.
Περνώντας από την καρδιά του πολέμου, με τα πολλά, κατάφεραν να φτάσουν στο Komesu, μια παραθαλάσσια πόλη στα νοτιοδυτικά. Μη βρίσκοντας κάποια σπηλιά να κοιμηθούν, τα αδέρφια έσκαψαν ένα λάκκο αρκετά βαθύ για να καλύπτει το κάτω μέρος του σώματός τους και αποκοιμήθηκαν ακουμπώντας το ένα στην πλάτη του άλλου. Όμως το πρωί που ξύπνησαν, ο μικρός τους αδερφός είχε μια κόκκινη κουκίδα στη μια πλευρά του κεφαλιού του. «Να θυμάσαι το Komesu· εκεί βρίσκεται ο αδερφός σου». Με αυτά τα λόγια, οι αδερφές της Tomiko την πήραν από το χέρι και συνέχισαν την πορεία τους. Την επόμενη νύχτα βρήκαν στο δρόμο τους ένα καραβάνι από πρόσφυγες που είχαν κι αυτοί εγκαταλείψει τα σπίτια τους σε αναζήτηση ενός καλύτερου και πιο ασφαλούς αύριο. Μη θέλοντας να χάσει και τις αδερφές της, η μικρή Tomiko κρατήθηκε γερά από το φουστάνι της μικρότερής της αδελφής. Περπατούσαν για ώρες και όταν η Tomiko κατάλαβε πως δεν ήταν η αδερφή της αυτή που κρατούσε ήταν πια αργά. Η οικογένειά της είχε πλέον χαθεί και η Tomiko ήταν ολομόναχη.
Παρέκκλινε λοιπόν της πορείας της και άρχισε απεγνωσμένα να αναζητά τις χαμένες της αδερφές. Έψαχνε όλες τις σπηλιές που συναντούσε στο δρόμο της ελπίζοντας πως σε κάποια από αυτές θα βρισκόταν η οικογένειά της. Μα δεν ήταν σε καμιά... Μην έχοντας κανέναν για συντροφιά, άρχισε να πιάνει φιλίες με ζώα και νεκρούς στρατιώτες που έβρισκε μέσα στις σπηλιές. Ειδικά οι τελευταίοι την βοηθούσαν πάρα πολύ καθώς στις τσέπες τους μπορούσε να βρει προμήθειες για να τραφεί και δεν ήταν τόσο τρομακτικοί όσο οι ζωντανοί στρατιώτες. Περπατούσε για μέρες χωρίς σταματημό μα μέρα με τη μέρα τα πράγματα δυσκόλευαν ολοένα και περισσότερο. Η μικρή Tomiko σκέφτηκε να τα παρατήσει. Σκέφτηκε πως αν πέθαινε τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και πως το μαρτύριό της θα τελείωνε, πως θα μπορούσε να δει ξανά τον αδερφό, τον πατέρα και τη μητέρα της. Εκεί που ήταν έτοιμη να παραδοθεί εντελώς, παρουσιάστηκαν ως από μηχανής θεοί ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που την μάζεψε και την περιέθαλψε.
Όλα κυλούσαν ήρεμα και η Tomiko ένιωθε πάλι ασφαλής και χαρούμενη, μα αυτή η χαρά έμελλε να είναι εφήμερη. «Πολίτες της Okinawa, παραδοθείτε στους Αμερικανούς και κανείς δε θα πάθει κακό» ήταν το μήνυμα που ακούστηκε από μεγάφωνα μια μέρα. Ακούγοντας αυτές τις λέξεις, το ηλικιωμένο ζευγάρι έφτιαξε μια αυτοσχέδια λευκή σημαία και την έδωσε στην Tomiko, παρακαλώντας τη να βγει στον έξω κόσμο, να σωθεί. Η μικρή Tomiko δεν ήθελε. Δεν ήθελε να αφήσει τη νέα της οικογένεια πίσω, δεν ήθελε να πάει μόνη της στους κακούς στρατιώτες. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν άκουγε κουβέντα και με τα πολλά έπεισε την Tomiko να βγει στον έξω κόσμο κρατώντας τη σημαία της. «Κράτα τη σημαία Tomiko, θα σε κρατήσει ασφαλή» ήταν τα τελευταία λόγια του ζευγαριού καθώς εκείνη έβγαινε από τη σπηλιά και κρατώντας ψηλά τη σημαία της πήγαινε όλο και πιο κοντά στους ήχους του πολέμου που απέφευγε τόσο καιρό. Σαν έφτασε μπροστά στους στρατιώτες είδε ένα όπλο που δεν είχε συναντήσει ποτέ της και σκέφτηκε πως αυτό ήταν το τέλος. Μα αντί για «ΜΠΑΜ!» το μόνο που άκουσε η Tomiko ήταν «Κλικ!». Η φωτογραφία που τραβήχτηκε έμεινε στην ιστορία ως η πιο αξιοσημείωτη στιγμή ολόκληρης της αμερικανικής κατάληψης στην Okinawa. Ένα σύμβολο που καταδεικνύει τη σκληρότητα του πολέμου και τις κακουχίες που κανένα 7χρονο παιδί δεν πρέπει να ζήσει ποτέ του.
Φτάνοντας στην κατασκήνωση που είχαν στήσει οι στρατιώτες για τους πρόσφυγες, η Tomiko επανενώθηκε με τις δυο τις αδελφές, μην πιστεύοντας ακόμα ότι είχαν επιζήσει από τον πόλεμο. Μπορεί να μην κατάφεραν ποτέ να θάψουν τον αδικοχαμένο τους αδελφό με όλες τις τιμές που του άξιζαν και μπορεί ποτέ να μην έμαθαν τι απέγινε ο πατέρας τους, αλλά η Tomiko με τις αδελφές της πάντα θα θυμούνται όλα όσα έζησαν. Το έν τέταρτο του πληθυσμού της Okinawa πέθανε, αλλά όχι η Tomiko. Μια αυτοσχέδια σημαία από τα χέρια ενός ηλικιωμένου ζευγαριού αποτέλεσε το εισιτήριό της για μια καλύτερη ζωή. Κάπως έτσι έμεινε στην ιστορία· ως ένα τραυματισμένο κορίτσι που κρατούσε με όλη δύναμη της είχε απομείνει μια λευκή σημαία, ευχόμενη να μπορούσε να πάει σπίτι και να αγκαλιάσει τον πατέρα και τον αδερφό της για μια τελευταία φορά.
Πηγές:
Horvath, V. S. (2003). Reconstructing War, Reconstructing the Self: Uses of Autobiography in Tomiko Higa s Girl with the White Flag. Women’s Studies, 32(1), 45–58. doi:10.1080/00497870310077
The Animerica Interview: Takahata and Nosaka: Two Grave Voices in Animation." Animerica. Volume 2, No. 11. Page 9.
The Other Grave of the Fireflies ¬ a video by Rare Earth
The Girl with the White Flag by Tomiko Higa, translated by Dorothy Britton (1991)