Παρουσίαση Βιβλίου: Οι ιστορίες της Γιαγιάς Ιτιάς
Τα παραμύθια ξεκινούν με ένα «μια φορά κι έναν καιρό» και τελειώνουν με το «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα», τουλάχιστον αυτά που εμείς οι πολλοί γνωρίζουμε. Τι γίνεται όμως όταν το παραμύθι που ξεκινά απροσδόκητα, με το τριζοβόλημα τις φωτιάς, δεν έχει τέλος; Τι συμβαίνει όταν οι λέξεις γίνονται αλυσίδες που δένουν ανθρώπους μεταξύ τους, συνδέουν το «τώρα» με το «τότε»;
Για εμένα, μια καλή ιστορία αρχίζει με μια κούπα αχνιστό καφέ και σώνεται όταν ο καφές τελειώσει. Εκείνο το απόγευμα όμως, στις 18 Σεπτεμβρίου, το παραμύθι που ξεκίνησε δεν τελείωσε όταν η κούπα μου άδειασε. Αντιθέτως, είχε μόλις αρχίσει…
Το παραμύθι που άκουσα, αν και μιλάει για μια Γιαγιά – κι ας είναι Ιτιά, δεν μας πειράζει – ξεκίνησε από μια μητέρα που ζούσε τη δική της μικρή περιπέτεια. Μια γυναίκα που μέσα σε λίγες μέρες έκανε πραγματικότητα ένα της όνειρο, να φτιάξει έναν τόπο μαγείας όπου όλα τα παραμύθια θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο από τον σύγχρονο κόσμο. Η Μαριλένα Μέξη κατάφερε να μαζέψει κάτω από τη στέγη του Will o’ Wisps – του μικρού αυτού Παραμυθένιου Δάσους – τους σύγχρονους παραμυθάδες που ο κόσμος μας στρέφει στον αφανισμό, μαζί με τις ιστορίες τους.
Και από αυτή τη σύναξη γεννήθηκε το βιβλίο «Οι Ιστορίες της Γιαγιάς Ιτιάς», ένα συλλογικό έργο που χαρίζει απλόχερα σκοτάδι και φως, χαρά και φόβο. Ένα έργο που χαρακτηρίστηκε «οριακό», καθώς για οριακά πλάσματα μιλάει: αγαθά και πονηρά, δαιμόνια. Η δυαδικότητα, όπως τόνισε ο Ελευθέριος Κεραμίδας, συγγραφέας, είναι το βασικό του στοιχείο κι εκεί θα σταθεί ο αναγνώστης στο έργο ως σύνολο. Ένα σύνολο που αποτελείται από μέρη τα οποία δεν αφαιρούν, αλλά χαρίζουν στο όλον.
Πώς όμως ξεκινά η ιστορία, και ποια είναι η Γιαγιά Ιτιά;
Η αφήγηση του Ανδρέα Μιχαηλίδη δεν φωτίζει τα σκοτεινά σημεία, δεν απαντάει στο ερώτημά μας. Απλώς αφήνει μια κλωστή για να ακολουθήσουμε, μέσα σε ένα δάσος γεμάτο φωτάκια που τρεμοπαίζουν. Την κλωστή σέρνει μια φωτιά που ξέφυγε από την εστία της, μια φωτιά που για να ζήσει πρέπει να μασουλήσει κλαράκια και φυλλαράκια, να κάψει δέντρα για να μη σβήσει, να καταστρέψει για να μη σωθεί. Μα κανείς δεν θέλει να ζει έτσι, και η φωτιά μας αυτή, έχοντας μαγικά αποκτήσει ένα μάτι κι ένα μονάχα αυτί, έχοντας δανεικά φτερά από μια μελιά Τυτώ για να πετά μέσα στο δάσος, αράζει σε ένα βραχάκι και αποφασίζει να σβήσει ήρεμα για να μην ταράξει το δάσος γύρω της. Μέχρι που ξυπνάει μπροστά της μια γέρικη Ιτιά που δεν φοβάται να καεί, και προσφέρει τις ιστορίες της για να βοηθήσει τη μικρή φλόγα.
Κι άρχισε να λέει η Γιαγιά Ιτιά στη φλόγα…
Δεν μάθαμε τι είπε. Δεν θα μάθουμε μέχρι να διαβάσουμε τις ιστορίες μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Αυτό που έμεινε να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ήταν μια σειρά από αλυσίδες. Αλυσίδες από λέξεις, με κρίκους από ξύλο, από χρυσό, από ορείχαλκο. Ο κάθε κρίκος κι ένας από εμάς, και η Ευθυμία Δεσποτάκη – που προσπαθεί, όπως λέει η ίδια, να γίνει συγγραφέας – στη μέση να ενορχηστρώνει τις κινήσεις των αλυσίδων καθώς περιπλέκονται μέσα στο διηνεκές του χρόνου.
Και η Μαρία Μπακάρα, Κοινωνιολόγος και αρθρογράφος; Διακριτικά μας υπενθύμισε πως χωρίς τις λέξεις δεν είμαστε τίποτα. Οι λέξεις φτιάχνουν ιστορίες, και μέσα από αυτές μεγαλώνουμε. Αυτές μας νανουρίζουν, μας μεταφέρουν αναμνήσεις, μας φέρνουν σε επαφή με αυτό που είμαστε και με όσα έχουν παρέλθει. Μα δεν είναι μόνο οι λέξεις που ξυπνάνε αναμνήσεις. Πολλές φορές μια μυρωδιά, ένας ήχος, μια εικόνα φέρνει θύμισες…
Όπως θα γίνει και με αυτό το βιβλίο.
Από τη Melane με αγάπη.