Μιλώντας με τον Ανδρέα Μιχαηλίδη
“Τον Ανδρέα τον γνώρισα ως φωτογράφο στο Comicdom του 2011. Κάπου στο ενδιάμεσο μιας κουβέντας για το Sandman, τον Captain Harlock και του φλας της μηχανής του, ανακάλυψα ότι ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος με τον οποίον θα ήθελα κάποια μέρα να μπορώ να επικοινωνήσω, αλλά με τον δικό του τρόπο και στη δική του «γλώσσα». Έκανα, λοιπόν, υπομονή...
Μερικά χρόνια αργότερα, μη γνωρίζοντας τίποτα πέρα από τον άνθρωπο πίσω από το φακό, ανακάλυψα πως είναι ένας πολυπράγμων και πολυάσχολος άνθρωπος, που τύχαινε να έχει ασχοληθεί τη μισή του ζωή με τις μεταφράσεις, τη συγγραφή βιβλίων, την αφήγηση (και, ω, τόσα πολλά ακόμη!)
Δεν είχα λόγο να περιμένω άλλο. Η μικρή συνέντευξη που ακολουθεί περιλαμβάνει κάποια στιγμιότυπα της καριέρας του, της ζωής του, αλλά και λίγα λόγια από τον ίδιο για τα βιβλία του: «Το Αμόνι που Τραγουδά» και «Ο εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ»”
Το βιογραφικό σου αναφέρει πως έχεις υπάρξει μεταφραστής, συγγραφέας, αφηγητής, δημοσιογράφος, αρθρογράφος και φωτογράφος. Πώς μπόρεσαν όλοι αυτοί οι ρόλοι να συνυπάρξουν αρμονικά σε ένα μόνο άτομο;
Ε, μην υπερβάλλουμε: δεν συνυπήρξαν ΟΛΟΙ ταυτόχρονα. Αν προσέξεις, όμως, όλες αυτές οι ιδιότητες έχουν μια αφηγηματική όψη. Είναι καταγραφές και αφηγήσεις στιγμών, γεγονότων και ιστοριών, κατά περίπτωση διαφορετικής υφής και χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέσα. Ακόμα και η μετάφραση, είναι συχνά η μεταφορά ενός αφηγήματος από μία γλώσσα σε μια άλλη.
Τι ήταν εκείνο το οποίο σε τράβηξε, τελικά, στο οποίο αφιέρωσες τον περισσότερο χρόνο και γιατί;
Παραδόξως, τα δύο δεν είναι ταυτόσημα. Ανέκαθεν αγαπούσα τις ιστορίες: ιστορίες φαντασίας από βιβλία, σειρές και ταινίες, ιστορίες της παρέας από χρόνια περασμένα, αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων. Μπορείς λοιπόν να πεις ότι σε πολλαπλές εκφάνσεις, με κέρδισε η αφήγηση. Ωστόσο, τον περισσότερο χρόνο τον αφιερώνω στη μετάφραση. Το όλο πράγμα ξεκίνησε σαν μια ενδιάμεση, βιοποριστική λύση το 2005, όμως σύντομα ανακάλυψα πως τελικά με ελκύουν οι μηχανισμοί των λέξεων και της γλώσσας, η ανακατασκευή (αυτό που λέμε απόδοση) ενός κειμένου σε διαφορετική γλώσσα – ακόμη κι όταν με παιδεύουν.
Πότε άρχισες να ασχολείσαι με τις μεταφράσεις; Ποιο ήταν το κίνητρο;
Όπως είπα, στην αρχή ήταν βιοποριστικό, όταν ξεκίνησε η κρίση του Τύπου και οι εξωτερικές συνεργασίες μειώθηκαν δραματικά. Πάντοτε είχα ευκολία με τις γλώσσες και δεδομένου ότι γνώριζα περίπου εξίσου καλά γαλλικά με αγγλικά (παρόλο που χρειάστηκε καιρός μέχρι να εκτιμήσω τη χρησιμότητα των γαλλικών), αυτό μου έδωσε μια διέξοδο. Το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα το 2005, κατά παραίνεση του πατέρα μου, ήταν Από την Αλχημεία στη Χημεία, του Olivier Lafont, για τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Πώς είναι να ασχολείσαι με τη μετάφραση έργων άλλων συγγραφέων; (Δεν είναι, κατά κάποιο τρόπο, ευθύνη, να επωμίζεσαι τις σκέψεις τους και να προσπαθείς να τις μεταφέρεις από τη μία γλώσσα στην άλλη; Αισθάνεσαι ότι τους εκπροσωπείς;)
Η δυσκολία είναι όταν πρωτοπιάνω στα χέρια μου το έργο κάποιου συγγραφέα. Πρέπει να μάθω την «αφηγηματική του γλώσσα», να καταλάβω, κατά το δυνατόν, τις ιδιαιτερότητες και τα τερτίπια που κάνουν το έργο του αναγνωρίσιμο: ύφος, γλωσσικά σχήματα, επαναλήψεις και ούτως καθεξής. Αφού λοιπόν «ακούσω» την ιστορία μέσα από τις σελίδες του πρωτοτύπου, ουσιαστικά την ξαναγράφω, την ξαναλέω από την αρχή, συμβιβάζοντας όσο γίνεται τα λόγια του συγγραφέα με τη δομή της γλώσσας στην οποία μεταφράζω. Ακούγεται περίπλοκο, είναι όμως ταυτόχρονα κι ελκυστικό. Όλα αυτά φυσικά έχουν να κάνουν με λογοτεχνικά ή ιστορικά έργα. Στα βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, για παράδειγμα, υπάρχει το πολύ σημαντικό βοήθημα της καθιερωμένης ορολογίας. Όσο για το αν τους εκπροσωπώ, θεωρώ πως αυτό ίσως να γίνεται στις διάφορες παρουσιάσεις. Στο μέτρο του βιβλίου αποκλειστικά, είμαι απλώς η «φωνή» (η πένα, αν θέλουμε να είμαστε κυριολεκτικοί) που λέει την ιστορία κάποιου άλλου.
Είσαι ποτέ επιλεκτικός με τις δουλειές που αναλαμβάνεις; Για παράδειγμα, αν δεν σε εκφράζουν οι ιδέες του τάδε συγγραφέα, έχεις την ευχέρεια να αρνηθείς να το μεταφράσεις;
Ευτυχώς δεν έχει προκύψει συχνά ως δίλημμα. Καθότι παραμένω εξωτερικός συνεργάτης με τους διάφορους εκδοτικούς οίκους, θεωρητικά έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ μια μετάφραση. Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο, σε μια δεδομένη στιγμή, έχω την οικονομική ευχέρεια να το κάνω. Όσο αφορά το αν είμαι επιλεκτικός, μπορώ να σου πω πως έχω σίγουρα «παλέψει» για να διεκδικήσω κάποια μετάφραση, είτε επειδή μου αρέσει πολύ το έργο κάποιου συγγραφέα, είτε για λόγους προβολής της δουλειάς μου.
Ένα στιγμιότυπο από την πρώτη σου δουλειά στις μεταφράσεις που σε στιγμάτισε, θετικά ή αρνητικά;
Για κάποιον που έχει το «μικρόβιο του γραφιά», δεν υπάρχει νομίζω πιο έντονο συναίσθημα από το να δει το όνομά του στις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου, ακόμα κι αν είναι απλά ο μεταφραστής. Όταν είδα στα ράφια το Από την Αλχημεία στη Χημεία, ένα μικρό δαιμόνιο στο πίσω μέρος του μυαλού μου χοροπήδαγε από χαρά, όχι για τη μετάφραση, αλλά γιατί ένιωσα πως είχα κάνει ένα σημαντικό βήμα στο δρόμο για να εκδώσω, κάποια στιγμή, κάτι δικό μου.
Η συμμετοχή σου σε συλλογικά έργα στον χώρο των διηγημάτων δείχνει ενδιαφέρον για το έγκλημα και το μυστήριο. Τι σε ελκύει σε αυτά τα θέματα και πότε αποφάσισες να γράψεις γι αυτά;
Οι αστυνομικές ιστορίες, ή ιστορίες μυστηρίου γενικότερα, μου αρέσουν από τότε που έπιασα στα χέρια μου κάποια από τις πάμπολλες σειρές της Enid Blyton, στα μακρινά χρόνια του Δημοτικού. Μεγάλωσα με γονείς που διαβάζουν Agatha Christie, P.D. James, Robert van Gulik και ένα σωρό άλλα ιερά τέρατα της αστυνομικής λογοτεχνίας, οπότε δεν ήταν δύσκολο να κολλήσω και αυτό το μικρόβιο. Στα θέματα αυτά με ελκύει από τη μία το αίνιγμα, ο γρίφος, και από την άλλη η ατμόσφαιρα, που είναι σαν ξεχωριστός χαρακτήρας από μόνη της: το ομιχλιασμένο, λερό Λονδίνο του Χολμς, η κοσμοπολίτικη Ευρώπη και Εγγύς ανατολή του Πουαρό, η άγνωστη και παράξενη Κίνα του Δικαστή Τι. Η ενασχόλησή μου με τις ιστορίες μυστηρίου και την ατμόσφαιρά τους ξεκίνησε από τα Role-Playing Games∙ αρχικά με το Ravenloft του AD&D κι αργότερα με τα διάφορα παιχνίδια της White Wolf, όπως το Vampire: The Masquerade και το Mage: The Ascension, καθώς και το Call of Cthulhu της Chaosium. Είτε ως αφηγητής, είτε ως παίκτης, αποτελούσα μέρος μιας διαδικασίας συνεργατικής αφήγησης, η οποία γέννησε και κάποιους από τους «συγγραφικούς» μου χαρακτήρες. Δεν είναι τόσο πότε αποφάσισα να γράψω γι’ αυτά τα θέματα, όσο το πότε μου δόθηκε η ευκαιρία.
Μέσα από αυτή την έλξη για την Αστυνομική Λογοτεχνία δημιουργήθηκε και η ΕΛΣΑΛ;
Πράγματι, καθώς και από επιθυμία για τη διάδοση και την προώθησή της εν λόγω λογοτεχνίας. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΛΣΑΛ, ήμουν ο Βενιαμίν ηλικιακά κι ένας νάνος (μη σου πω γνώμος του γκαζόν) συγγραφικά, έχοντας εκδώσει μόλις ένα αστυνομικό διήγημα στα Οικοεγκλήματα των Εκδόσεων Κέδρος. Είχα ωστόσο επαρκή χρόνο κι ενθουσιασμό για να στηρίξω την προσπάθεια.
Αν έπρεπε να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν γνωρίζει, τι θα του έλεγες για την Αφήγηση; Υπάρχουν συγκεκριμένες ομάδες και χώροι στους οποίους γίνονται αφηγήσεις; Γίνονται συναντήσεις Αφηγητών και μη; Μπορεί να συμμετέχει κάποιος ως απλός παρατηρητής;
Η προφορική αφήγηση (διότι μορφές αφήγησης έχεις και στις περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω), ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι σήμερα η αναβίωση της τέχνης του παραμυθά. Ακούς μια ιστορία, διαβάζεις μια ιστορία, πλέκεις μια ιστορία από όσες έχεις στο «καλάθι» σου, ή ολότελα δική σου (οξύμωρο λίγο, καθότι όλοι τις ίδιες ιστορίες λέμε, αιώνες τώρα, αλλά ο καθένας διαφορετικά) κι έπειτα την αφηγείσαι σε κοινό. Είναι βασικό να καταστεί σαφές πως η αφήγηση δεν είναι ανάγνωση, ούτε απαγγελία «απ’ έξω». Αυτό που μαθαίνεις είναι μια διαδοχή εικόνων και τις δράσεις που τις συνδέουν, οπότε κάθε φορά η αφήγηση είναι μοναδική. Μπορεί (και είθισται) κανείς να εντάσσει επαναλαμβανόμενες φράσεις, γλωσσικά μοτίβα, ρυθμούς κλπ., όπως έκαναν άλλωστε και οι ομηρικοί ραψωδοί, αλλά στην πραγματικότητα η ιστορία κατασκευάζεται από τα συστατικά της στοιχεία την ώρα της αφήγησης.
Υπάρχουν διάφορα άτομα, ομάδες και φορείς που ασχολούνται με την αφήγηση, είτε κάνοντας παραστάσεις, είτε εργαστήρια, είτε και τα δύο. Σ’ έναν τέτοιο φορέα ανήκω κι εγώ, τη Στέ.Π.Πα. «Μυθολόγιο». Μια άλλη σημαντική διοργάνωση είναι η Γιορτή Παραμυθιών της Τζιας, η οποία αριθμεί πλέον 14 χρόνια.
Το καλό με την αφήγηση, είναι πως, στην πιο απλή και λιτή μορφή της, απαιτεί απλά ένα στόμα να μιλάει κι ένα αυτί ν’ ακούει. Υπ’ αυτήν την έννοια, το μόνο που απαιτείται είναι μια τοποθεσία χωρίς πολλή περιρρέουσα φασαρία. Κατά τα άλλα, έχω κάνει – μόνος ή ως μέλος ομάδας – αφηγήσεις σε θέατρο, σε σινεμά, σε μπαρ, στο δρόμο, σε χώρους κλειστούς και υπαιθρίους κα – το αγαπημένο μου, προφανώς – γύρω από φωτιές στην παραλία.
Όσο για τον απλό παρατηρητή, υπάρχουν κατά καιρούς ανοιχτές αφηγήσεις, εργαστήρια, καθώς και λέσχες αφήγησης, όπως αυτή που κάνει το Μυθολόγιο κάθε δεύτερη Τρίτη του μήνα.
Εσύ πότε αποφάσισες να συμμετέχεις στην Αφήγηση και τι εμπειρίες αποκόμισες από την επαφή με το χώρο αυτό; Πώς γεννήθηκε η Στέ.Π.Πα. και τι σου πρόσφερε;
Όλα ξεκίνησαν όταν έμαθα για την αναβίωση αυτής της τέχνης το 2010, από τη Βασιλεία Βαξεβάνη, μια φίλη με την οποία συνεργαζόμασταν τότε στο site του Comicdom. Η Βασιλεία ήταν και είναι μέλος ενός αφηγηματικού σχήματος με το όνομα «Παραμυθοκόρες». Εκείνη την εποχή έκαναν παραστάσεις αφήγησης στο «Μακάρι», έναν χώρο στο κέντρο, και κατά περίπτωση άνοιγαν έπειτα τη σκηνή στο κοινό. Εκείνες με παρότρυναν να συμμετάσχω σε μια τέτοια ανοιχτή βραδιά κι έτσι κατασκευάστηκε η πρώτη μορφή της «Σφυρήλατης Καρδιάς», η οποία περιλαμβάνεται στο Αμόνι που Τραγουδά. Έμαθα κατόπιν για τη Γιορτή Παραμυθιού (την 8η εκείνη τη χρονιά), την οποία και επισκέφθηκα το ίδιο καλοκαίρι. Εκεί γνώρισα εκπληκτικούς ανθρώπους, αφηγητές και αφηγήτριες τόσο από την Ελλάδα, όσο και από το εξωτερικό και μέσω της επαφής μαζί τους αποφάσισα πως έπρεπε οπωσδήποτε να ασχοληθώ με αυτήν την τέχνη. Έπρεπε να περιμένω μέχρι το Φθινόπωρο του 2011, πράγμα που έκανα, οπότε και ξεκίνησα μια διετή μαθητεία στο Κέντρο Μελέτης Μύθων και Παραμυθιών, ακολουθούμενη από ένα τριετές εργαστήρι πάνω στον επικό λόγο με μια από τις δασκάλες μας, τη Μάνια Μαράτου. Ίσως ακούγεται υπερβολικό, όμως στην πραγματικότητα, μόλις κατακτήσει κανείς τις βάσεις της αφήγησης, τα υπόλοιπα αποτελούν μια συνεχή μαθητεία «στην πράξη». Από ένα σημείο και πέρα, το βασικότερο που προσφέρουν οι τυπικές – ας το πούμε – μαθητείες είναι το μοίρασμα, ο κοινός τόπος για την ενασχόληση με τις ιστορίες, καθώς βέβαια και ένα ασφαλές περιβάλλον για να δοκιμάσει κανείς τις δυνάμεις του. Τα χρόνια που πέρασα σε αυτές τις μαθητείες είναι από τα ομορφότερα της ενήλικης ζωής μου. Η ενασχόληση με την αφήγηση είναι ευρύτερα θεραπευτική, διότι δίνει φωνή και διέξοδο σε πράγματα που συνήθως κρατάμε σφραγισμένα πίσω από τις παροιμιώδεις εφτά κλειδωνιές.
Η Στέ.Π.Πα. «Μυθολόγιο» γεννήθηκε από την επιθυμία και την ανάγκη μιας παρέας αφηγητών (στην αρχή, 7 αφηγήτριες κι εγώ – σαν τίτλος ταινίας ακούγεται) να εργάζονται και να ασκούν την τέχνη τους συνεργατικά και υπό μια νομικά κι επικοινωνιακά αναγνωρίσιμη οντότητα, παρά ο καθένας και η καθεμιά μεμονωμένα. Ανάμεσα στα μέλη βρίσκονται δύο από τις δασκάλες μου (Μάνια Μαράτου και Σύλβια Βενιζελέα), παλιότερες μαθήτριές τους και μια από τις δικές μου συμμαθήτριες (ναι, μόνο συμμαθήτριες, 11 κι εγώ – τίτλος άλλης ταινίας).
Το Μυθολόγιο αποτέλεσε μια νέα ευκαιρία να δοκιμάσω πράγματα (αφηγηματικώς) που μπορεί να τριγυρνούσαν ατάκτως μες στο κρανίο μου, με τη συνεργασία και την υποστήριξη ανθρώπων στους οποίους έχω εμπιστοσύνη, καθώς και να συμμετάσχω σε πολύ ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις (όπως οι Ολονυχτίες Αφήγησης και Η Νύχτα των Νεκρών, σε συνεργασία με το Abanico).
Έχεις γράψει δύο βιβλία. Τι σου έδωσε έμπνευση γι’ αυτά και ποιο είναι το θέμα που πραγματεύονται;
Το πρώτο μου ολοκληρωμένο βιβλίο, Το Αμόνι που Τραγουδα (Εκδόσεις Mamaya), είναι, από τη μία, μια συλλογή παραμυθιών για ενηλίκους, από αυτά που κατασκεύασα και αφηγούμαι τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη, οι ιστορίες αυτές είναι «σπαρμένες» σε μια μεγαλύτερη ιστορία που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το ταξίδι του παραμυθά, κατ’ αναλογία με το ταξίδι του ήρωα, που είναι το κεντρικό μοτίβο στις περισσότερες ιστορίες φαντασίας. Επιπλέον, είναι ένας στοχασμός στη φύση των ιστοριών κι εκείνων που τις λένε και όλα αυτά είναι πλεγμένα σε μια διαδρομή που αναμειγνύει το πραγματικό με το φανταστικό, ξεκινώντας από μια βραδιά στη Χίο, γύρω από μια φωτιά στην παραλία∙ κι επιστρέφοντας εκεί για να κλείσει ο κύκλος. Υπό μία έννοια, είναι ένα απόσταγμα σκέψεων από τα τελευταία 13 χρόνια, αποκρυσταλλωμένων σε μια παραμυθιακή φόρμα.
Το δεύτερο βιβλίο (καθώς και το τρίτο, που μόλις κυκλοφόρησε υπό το παράρτημα Nightread των εκδόσεων Ars Nocturna) είναι μια νουβελέτα, στη σειρά με τίτλο Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ. Είναι τελείως διαφορετικής υφής από το Αμόνι και απηχεί την προαναφερθείσα αγάπη μου για τις ιστορίες μυστηρίου, σε συνδυασμό με τη μυθολογία Cthulhu. Ο πρωταγωνιστής μου είναι ο Κριστιάν Αμπρόζ του τίτλου, ένας φαινομενικά αθάνατος ντετέκτιβ, ο οποίος έχει αναπτύξει μια αλλόκοτη σχέση με τους Ακατανόμαστους Θεούς και όσους τους λατρεύουν. Ο τόπος είναι η Νέα Ορλεάνη, σε διαφορετικές, σημαδιακές εποχές, που μου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσω ένα εν πολλοίς άγνωστο και αφηγηματικά πλούσιο υπόβαθρο – όπως η εποχή της ποτοαπαγόρευσης, το βουντού και η ιστορία μιας από τις πρώτες αμερικανικές αποικίες, η οποία θεμελιώθηκε εν τη γενέσει της από πόρνες και μαχαιροβγάλτες. Η έμπνευση πρέπει πάλι να εντοπιστεί σε ένα μίγμα από Role-Playing Games και ταινίες νουάρ.
Ποια είναι η σχέση σου με τη συγγραφική ομάδα Άρπη και πώς ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα; Ποια είναι τα σχέδια της ομάδας για το μέλλον;
Αποτελώ κι εγώ μέλος της Άρπης, που κατά βάση είναι μια συγγραφική κίνηση, υπό τη σκέπη των Εκδόσεων Mamaya, για τη διάδοση και την προώθηση μιας ελληνογενούς φανταστικής λογοτεχνίας. Αυτό συχνά παρερμηνεύεται, οπότε ας το ξεκαθαρίσω: η βασική μας ιδέα είναι πως, διαθέτοντας μια πλούσια αφηγηματική παράδοση (ιστορική, μυθολογική, παραμυθιακή), είναι κρίμα, όσο και παράλογο, να μην την αξιοποιούμε. Στην Ελλάδα, δύσκολα θα βρει κανείς στο χώρο του φανταστικού (και παραέξω) ανθρώπους που να μη λατρεύουν το Game of Thrones, τον Tolkien, τον Harry Potter και ούτω καθεξής. Αυτό δεν σημαίνει πως μια ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού οφείλει ν’ αντιγράφει κάτι (ή και όλα) από τα παραπάνω. Υπάρχουν εκπληκτικές, αναξιοποίητες ιστορίες και ιδέες στην προφορική και επική μας παράδοση, οι οποίες, παραδόξως, αξιοποιούνται στο εξωτερικό και σπανίως εγχώρια. Ο βασικός μας στόχος είναι η απελευθέρωση αυτού του υλικού από την παράλογη ενοχή κι αποστροφή, που συχνά τρέφει γι’ αυτό ο κόσμος στο χώρο του φανταστικού.
Αυτή τη στιγμή έχουν κυκλοφορήσει πέντε βιβλία από την ομάδα της Άρπης, κάποια από τα οποία έχουν συνέχειες ήδη στα σκαριά. Περαιτέρω στόχος μας είναι να κάνουν βήματα στην ίδια κατεύθυνση κι άλλοι συγγραφείς του ελληνικού φανταστικού, με απώτερο σκοπό η ελληνική λογοτεχνία φαντασίας ν’ αποκτήσει έναν δικό της, αναγνωρίσιμο χαρακτήρα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Σε γνώρισα ως φωτογράφο στο ComicDom 2011 (;) Ποια είναι η σχέση σου με τα comics, manga και graphic novels?
Η πρώτη μου ενασχόλησή με την pop κουλτούρα (πέρα από απλώς καταναλωτής, εννοώ) εντοπίζεται στα comics. Ξεκίνησα αρθρογραφώντας στο περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας από το 2001 μέχρι το 2007. Από το 2003 μέχρι το 2006 βγάζαμε το φανζίν Mangaijin μαζί με τον Γιάννη Δαλκίδη και το 2005 έγινα μέλος της ομάδας Comicdom, αρθρογραφώντας στο site (η πρώτη μου στήλη ήταν το «Shinjuku Express», που ασχολιόταν αποκλειστικά με manga και anime) και συμμετέχοντας στη διοργάνωση του Comicdom Con Athens μέχρι σήμερα. Ομολογουμένως, σε αυτόν τον τομέα ο ρόλος μου είναι εδώ και μερικά χρόνια μάλλον επικουρικός, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου. Από το 2014 έχω αρχίσει να γράφω σενάρια για αυτοεκδόσεις comics, στις οποίες πλέον συνεργαζόμαστε με τη Βάλια Καπάδαη και τον Παύλο Παυλίδη ως LarLarLar Comics, συμμετέχοντας σε φεστιβάλ τόσο εγχώρια, όσο και του εξωτερικού.
Μια πλευρά της ζωής σου που δεν έχει καμία σχέση με τα βιβλία;
Εμ… ΟΚ, αυτό πλάκα-πλάκα είναι δύσκολο… Ναι… κάθε που σκέφτομαι κάτι, τελικά αποδεικνύεται πως έχει κάποια σχέση με βιβλίο. Ακόμα και κάποια εργαστήρια που κάνω για παιδιά κι ενήλικες, συνήθως σχετίζονται με ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς.
Άτομα που σε έχουν στηρίξει/βοηθήσει στις προσπάθειές σου;
Η λίστα είναι πολύ, πάρα πολύ μεγάλη, αλλά θαρρώ τα πρωτεία πάνε στους γονείς μου, που έχουν υποστηρίξει με άκρα υπομονή αυτή την αλλόκοτη πορεία, δίνοντάς μου κατά περίπτωση μια καίρια «σπρωξιά» σε κομβικές στιγμές. Στη συγγραφέα Χρύσα Σπυροπούλου είμαι ευγνώμων που μου πρότεινε να συμμετάσχω στα Οικοεγκλήματα με το πρώτο μου αστυνομικό διήγημα. Στη συγγραφέα Τιτίνα Δανέλλη οφείλω πολλές ευχαριστίες, τόσο για τη συνεχή της υποστήριξη και παρότρυνση, όσο και για το γεγονός ότι συμπεριέλαβε δύο από τα επόμενα διηγήματά μου στη σειρά ραδιοφωνικού θεάτρου «Κλέφτες κι Αστυνόμοι στον 902», της οποίας σειράς τη σκηνοθεσία και γενική επιμέλεια είχε η Αντέλα Μέρμηγκα. Εύσημα πρέπει επίσης να δοθούν στη Βάλια Καπάδαη, η οποία σαν καλό στοιχειό κάνει lettering, στήνει βιβλία και comics κι ένα σωρό άλλα αναγκαία πράγματα για διάφορα projects, σε χρόνους… ανύπαρκτους. Στον Γιώργο Βορέα Μελά, συγγραφέα και μέλος της Άρπης, που αποτέλεσε εάν ευεργετικό μοχλό πίεσης για να τελειώσω το Αμόνι. Στον Γιώργο Σαφελά, που οργανώνοντας και δίνοντάς μου βήμα στα Reflections της Death Disco, με βοήθησε να προωθήσω τη δουλειά μου, οδηγώντας τελικά στην έκδοση των ιστοριών του Κριστιάν Αμπρόζ. Από εκεί και πέρα, νομίζω οφείλω ευγνωμοσύνη σε κάθε συνεργάτη που έχει δείξει κατανόηση κι υπομονή με τις καθυστερήσεις μου.
Έχεις σχέδια για το μέλλον; Σκέψεις για καινούρια βιβλία, νέες συνεργασίες;
Υπάρχουν πάρα πολλά project που τρέχουν, από δραστηριότητες για παιδιά στο Μουσείο Ηρακλειδών, διαδραστικά δρώμενα μυστηρίου στο Mastermind, μέχρι comics (σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη και τον Παύλο Παυλίδη, καθώς κι ένα καινούργιο project με τη Χαρά Καρούμπαλη και την Αλκυόνη Πολυζώνη), διηγήματα εικονογραφημένα και μη, βιβλία… Για να καταλάβεις, την ώρα που πληκτρολογώ αυτές τις λέξεις, έχει μόλις εκδοθεί η Στοργή του Βάλτου από τη Nightread, η δεύτερη νουβελέτα στη σειρά Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ, με εικονογράφηση του Άρη Λάμπου. Αν υπάρχει κάτι που ακόμα βρίσκεται στο ασαφές μέλλον, είναι η προσπάθεια να εκδώσω κάτι στο εξωτερικό
Ένα πράγμα που δεν έχεις δοκιμάσει επαγγελματικά και θα ήθελες;
Να γράψω βιβλίο (ή βιβλία!) για κάποιο από τα πολλά RPG που συνέβαλαν στη μέχρις εδώ διαδρομή μου, ή σενάριο και διαλόγους για video-game. Επίσης πάντοτε με γοήτευε η ιδέα να έχω δικό μου βιβλιοπωλείο.
Η πρώτη σου σκέψη το πρωί και η τελευταία πριν κοιμηθείς;
Φοβάμαι πως εδώ θα γίνω λίγο πεζός και κυριολεκτικός:
Πρωί: «Μρρμφ… Τι ώρα είναι; Πρέπει να σηκωθώ άραγε; Τι έχω να κάνω;»
(Συχνά) Πριν κοιμηθώ: «Το ξεφτίλισα πάλι. Άντε να επιβιώσω αύριο με τρεις ώρες ύπνο…»
Παρεμβαίνει ποτέ η προσωπική σου ζωή στην επαγγελματική ή/και το αντίθετο; Έχεις νιώσει ποτέ πως οι ασχολίες σου σε κρατάνε πίσω από βήματα που θέλεις να κάνεις ως άτομο;
Η προσωπική μου ζωή θα έλεγα πως τα τελευταία χρόνια είναι μάλλον ατάραχη. Έχω κάποιες ενοχές για το ότι, κατά παρατεταμένες περιόδους, οι μόνοι φίλοι που βλέπω είναι εκείνοι με τους οποίους διασταυρωνόμαστε στα πλαίσια κάποιας δουλειάς. Όσο αφορά βήματα που θέλω να κάνω ως άτομο, από πέρσι θέλω να φτιάξω (ακόμα) μια καινούργια βιβλιοθήκη και δεν έχω σώσει…! Πέρα από την πλάκα, αυτή τη στιγμή οι ασχολίες μου είναι στενά συνδεδεμένες με το ποιος είμαι, όσο και το ποιος θέλω να είμαι στο μέλλον. Το μέλλον, βέβαια, παραμένει τυλιγμένο στην ομίχλη…
Κάποιος μου είχε πει κάποτε «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να ακούω κάποιον να μιλάει για έναν άνθρωπο που θαυμάζει.» Θα αφήσω λοιπόν το σχόλιο εδώ, στέλνοντας τις ευχές μου στον κύριο Ανδρέα Μιχαηλίδη για ακόμη περισσότερη δημιουργικότητα.
Από τη Melane με αγάπη.