Μικρές Ιστορίες: Ένα όμορφο πρωινό
Ο Φεβρουάριος είναι ο Μήνας της Αγάπης για το Greek Otaku Radio. Ζητήσαμε, λοιπόν, από τους ακροατές μας να μας στείλουν τις δικές τους ιστορίες, αληθινές ή φανταστικές, με θέμα την αγάπη και τον έρωτα. Η ιστορία που ακολουθεί τράβηξε την προσοχή κι επιλέχθηκε για να την απολαύσουν τόσο οι παραγωγοί που την ψήφισαν όσο και οι αναγνώστες. Οι εκπλήξεις, όμως, δεν σταματούν εδώ…
Ένα όμορφο πρωινό
-του Κώστα Δημητρά-
Ήρθε πάλι το πρωί και δεν είμαι πολύ ευχαριστημένος γι' αυτό. Δεν είμαι αυτό που κανείς θα χαρακτήριζε σαν “πρωινός τύπος”. Ανοίγοντας τα μάτια μου με δυσκολία, βλέπω τον λόγο για τον οποίο τα πρωινά μου ξυπνήματα έχουν γίνει πλέον πολύ πιο όμορφα. Βρίσκεται και σήμερα δίπλα μου και κοιμάται ήρεμα. Δεν έχει έρθει η ώρα ακόμα να την ξυπνήσω. Ή ίσως είχε έρθει, δεν είμαι σίγουρος. Μου αρέσει να την χαζεύω για λίγη ώρα όσο κοιμάται. Τα μακριά, κόκκινα μαλλιά της έχουν σκεπάσει τελείως το πρόσωπό της και το θέαμα μου προκαλεί ένα σιγανό γέλιο. Καθώς διώχνω μερικές τούφες, απαλά για να μην την ξυπνήσω, σκέφτομαι πως και το δικό μου πρόσωπο δεν θα είναι πολύ γοητευτικό την ώρα που κοιμάμαι. Βέβαια, το δικό της πρόσωπο μου φαντάζει τέλειο, πανέμορφο, ακόμα και εξωτικό. Το τελευταίο όταν της το είχα πει κάποτε, στο τρίτο μας ραντεβού πρέπει να ήταν, την είχε κάνει να γελάσει πολύ. Νομίζω πως σε εκείνο το σημείο την ερωτεύτηκα. Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα που μπορείς να νιώσεις για κάποιον απλά και μόνο από το γέλιο του. Περίεργο, αλλά συνάμα όμορφο.
Της τσιμπάω το μάγουλο. Αυτός ήταν ο τρόπος μου να την ξυπνάω και ενώ παραπονιότανε ότι την πόναγα, εγώ πιστεύω ότι της άρεσε κατά βάθος. Ίσως φταίει που κάθε φορά που παραπονιέται χαμογελάει και είναι απίστευτα αξιολάτρευτη. Έτσι λοιπόν και αυτό το πρωινό ανοίγει τα μάτια της και με βλέπει να της χαμογελάω. Γκρινιάζει και σήμερα ενώ μου δείχνει το πανέμορφο χαμόγελό της κι ενώ πνίγω ένα σιγανό γελάκι της προτείνω να πάω να της φέρω πρωινό στο κρεβάτι. Μου λέει πως φυσικά και πρέπει να της φέρω το πρωινό της στο κρεβάτι γιατί είναι η πριγκίπισσά μου. Δεν μπορούσα να το αρνηθώ αυτό. Της δίνω ένα φιλί στο μέτωπο, την τσιμπάω άλλη μια φορά και πετάγομαι από το κρεβάτι ακούγοντάς την να γκρινιάζει ξανά πίσω μου κι εγώ γελάω.
Μια ζωή να θέλει ψωμί με πραλίνα και βούτυρο για πρωινό. Τι κι αν μιλάω εγώ για διατροφές και φίτνες, τίποτα αυτή, αλλά τι να την κάνω. Της φτιάχνω αυτό που της αρέσει και μερικές φορές κλέβω κι εγώ λίγη πραλίνα, έτσι για την λιγούρα. Αυτό δεν της το έχω πει ποτέ όμως. Όταν σερβίρω το πρωινό “στην μεγαλειότητά της”, όπως της λέω όταν την πειράζω, πάω να φτιάξω και για μένα φαί αλλά με τραβάει πίσω στο κρεβάτι και προσπαθεί να με ταΐσει με μια φέτα από το δικό της πρωινό. Εγώ κλείνω το στόμα πεισματικά όπως κάθε φορά που το επιχειρεί και όπως κάθε άλλη φορά η φέτα καταλήγει να λερώνει την μύτη της κι εγώ καταλήγω να ξεκαρδίζομαι από τα γέλια. Εκείνη εκνευρίζεται και ξεκινάει να μου ρίχνει σφαλιάρες στην κοιλιά μου καθώς γελάω και όταν σηκώνομαι με παίρνει στο κυνήγι με το μαξιλάρι της.
Κάπως έτσι περνάνε όλα τα πρωινά μας, με κυνηγητό, γέλια και σαν αποτέλεσμα καταλήγουμε κουρασμένοι και πεινασμένοι ξανά. Αυτό ίσως είναι και το πιο αστείο γεγονός της πρωινής μας ρουτίνας.
Στη συνέχεια θα κοιτάξουμε το ρολόι που έχουμε κρεμασμένο πάνω από την τηλεόρασή μας και θα πεταχτούμε πανικόβλητοι προς την ντουλάπα μας για να ντυθούμε. Πάλι θα αργήσουμε για τις δουλειές μας. Πάνω στον πανικό μας θα ψάξουμε στα λάθος συρτάρια και θα καταλήξουμε να πετάμε ο ένας στον άλλον τα ρούχα που χρειάζονται. Εγώ θα σκοντάψω καθώς θα βάζω το παντελόνι μου και θα πέσω στο κρεβάτι όσο εκείνη θα προσπαθήσει να φτιάξει τα μαλλιά της σε έναν κότσο. Άλλες φορές ίσως την πείραζα για το “μπιφτέκι” της, όπως το αποκαλούσα, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Δύο άνθρωποι καταλήγουν να τρέχουν μέσα στο μικρό τους σπίτι μες’ στο άγχος να ετοιμαστούν και να μην ξεχάσουν τίποτα.
Αυτά δεν τα βλέπω όμως. Οι δύο φιγούρες που πριν λίγο έτρεχαν εξαφανίστηκαν. Εξατμίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το φως του πρωινού ήλιου που έμπαινε άπλετο από τα παράθυρα, τώρα αγκομαχούσε να περάσει μέσα από τις μικροσκοπικές εγκοπές στα παντζούρια. Το πιάτο με το πρωινό της δεν ήταν πλέον πεσμένο στο ξέστρωτο κρεβάτι, αντ' αυτού το κρεβάτι ήταν ανέγγιχτο. Στον αέρα δεν υπήρχαν πλέον οι μυρωδιές των αποσμητικών και των αρωμάτων μας, αλλά μια έντονη μυρωδιά κλεισούρας. Η ενέργεια και η κινητικότητα που ήταν άφθονα κάποτε στην ατμόσφαιρα μαζί με πολλούς και ζωηρούς ήχους, έχουν δώσει την θέση τους στη νεκρική σιγή και την ακινησία.
Καθώς η παραίσθηση διαλυόταν κι επέστρεφα στην πραγματικότητα, αντίκρισα ξανά το άδειο ποτήρι που κρατούσα στο χέρι μου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω εντελώς σαν παραίσθηση βέβαια, από τη στιγμή που πρόκειται για αναμνήσεις. Λίγο πιο δίπλα, στο τραπεζάκι, υπήρχε ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι το οποίο βρισκόταν δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή. Πάνω της φορτωμένο ένα άρθρο που έλεγε πως δεν είχε βρεθεί ακόμα ο δολοφόνος της γυναίκας μου. Δεν με άγγιζε πολύ βέβαια γιατί ήξερα ποιος πραγματικά την σκότωσε και που βρισκόταν. Καθόταν μέσα στο σπίτι της, μεθυσμένος κι εξαθλιωμένος από την κούραση.
Δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου από τη νύχτα εκείνη. Τη νύχτα που την απογοήτευσα, τη νύχτα που δεν κατάφερα να την προστατέψω. Τη νύχτα που την σκότωσα. Είμαι σίγουρος πως δεν την κάνω υπερήφανη με το να ζω έτσι. Ξέρω πως θα ήθελε να συνεχίσω τη ζωή μου, αλλά δεν μπορώ χωρίς εκείνη. Όχι πια. Ελπίζω να μην στενοχωριέται πολύ αν με βλέπει από εκεί που βρίσκεται και να με συγχωρέσει όταν βρεθούμε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο.
Είτε αυτή η συνάντηση γίνει πιο αργά, είτε πολύ σύντομα.
…
Ευχαριστούμε πολύ όλους όσοι συμμετείχαν στον Διαγωνισμό Μικρής Ιστορίας Φεβρουαρίου! Τα λέμε τον επόμενο μήνα, με μια καινούρια θεματική!
Παραγωγοί που είναι πάντα διαθέσιμοι να φιλοξενήσουν τις ιστορίες σας στις εκπομπές τους, αρκεί να το ζητήσετε: Τάσος Νταπαντάς, Linta & Yuki, Ευάκι Γλυουλίνι, Melane, Πασχάλης Τασούδης, Mer, Τροοδία.