Ιστορίες για μεγάλες νύχτες...υπό το φως των κεριών

21 Δεκεμβρίου, η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και η μικρότερη μέρα. Το Χειμερινό Ηλιοστάσιο ακόμη κρατάει τη μαγεία του, εμπνέοντας τους καλλιτέχνες της “ΣτέΠΠα Μυθολόγιο” * να σιγοτραγουδήσουν τα «ξόρκια» τους γύρω από τη φωτιά, να μας παρασύρουν στον χώρο του παραμυθιού όπου όλα είναι δυνατά.... 
15673477_10211601530262170_1881076783_n

...Ειδικά όταν τα παραμύθια αυτά ακούγονται στο «Άλικο», στου Ψυρρή. Όμως όλα έχουν μια ιστορία, κι ετούτη εδώ δεν άρχισε ακριβώς έτσι.

Μετρό Μοναστηράκι, περίπου οκτώ το βράδυ. Μια κοντή, μαυροφορεμένη φιγούρα με γούνινα προστατευτικά για τα αυτιά και παρδαλό κασκόλ στέκεται έξω από το σταθμό, κοιτώντας την ανάσα της να σχηματίζει συννεφάκια στον αέρα. Το κρύο είναι μόλις υποφερτό και η φιγούρα –μάλλον είναι γένους θηλυκού- νιώθει τα πρώτα μουδιάσματα στην άκρη της μύτης της. Ώρα να κουνήσει τα πόδια της, λοιπόν.

Έχει κίνηση, παρά τη χαμηλή θερμοκρασία. Τα ταξί κινούνται σημειωτόν στο δρόμο, και τα πολυάριθμα μαγαζάκια που πουλάνε καφέ και κρέπες με σοκολάτα στους μισοπαγωμένους περαστικούς κάνουν χρυσές δουλειές. Η κοπέλα, διπλο-τριπλοκλειδωμένη μέσα στο παλτό της, παίρνει τη Μιαούλη κι αρχίζει το περπάτημα προς τα πάνω. Βρίσκει την Αισχύλου –ναι, εκεί όπου ακόμη υπάρχει το παλιό, γνωστό Remember- και δίπλα ακριβώς είναι η Αγίου Δημητρίου. Στο αριστερό πεζοδρόμιο, ένα μαγαζί με μεγάλα, ζεστά παράθυρα την κάνει να διστάσει λίγο, δεν βλέπει την πόρτα αρχικά. Αλλά τελικά, με μιαν ανάσα, μπαίνει...

Το Άλικο είναι ζεστό. Οι τοίχοι είναι μια μίξη από πέτρα και τούβλο, μια υφή που σε καθένα νιώθεις ευχάριστα που δεν περπατάς ακόμη στο δρόμο. Το ντεκόρ φωνάζει artsy, όλο γυάλινα βαζάκια-λάμπες και φωτάκια στη μπάρα του, μεγάλες κόκκινες μπάλες κρεμασμένες από το ταβάνι και μια σκηνή με φώτα, λες και είναι ειδικά φτιαγμένη για να υποδεχτεί τους σύγχρονους βάρδους.

«Μια φορά κι έναν καιρό...» μια γυναίκα δοκιμάζει το μικρόφωνο, ένας πιανίστας παίζει ένα κλασσικό κομμάτι στο πιάνο τοίχου που θυμίζει πιάνο-music box. Το μαγαζί όλο και γεμίζει, οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονται για να μεταφέρουν τα απαραίτητα ποτήρια με το νερό, τον καφέ και, για κάποιους τολμηρούς, το κρασί. Στα ενδιάμεσα κενά, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα κρύο μαζί με κόσμο –για κάποιο λόγο το κρύο είναι πάντα περισσότερο- μέχρι που δεν υπάρχει πλέον χώρος.

Τα φώτα παίζουν μια δυο φορές και χαμηλώνουν, χρωματίζονται μπλε και κόκκινα.  Το πήγαινε-έλα σταματάει, κι εγώ κάθομαι πιο αναπαυτικά στο ψηλό σκαμπό μου. Το νυχτέρι –που δυστυχώς για όσους εξαρτώνται από το μετρό θα τελειώσει γρήγορα, μα όχι άδοξα- ξεκινάει.

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός που έσωσε μια αράχνη από ένα αιμοβόρο φίδι! Την επόμενη, όμως, μέρα, μια όμορφη κοπέλα βρέθηκε στην πόρτα του, ζητώντας του δουλειά. Που να ‘ξερε....»

«Άκου κι αυτό: Μια φορά κι έναν καιρό, Ο Γέρος και η Γριά του, που όλο μαζί του συμφωνούσε κι ό,τι έκανε της φαινόταν καλά καμωμένο, έχασαν μια γελάδα. Μα τελικά την πήραν πίσω! Πόσο αστείο, μα την αλήθεια!»

«Εγώ έχω κάτι άλλο! Μια φορά κι έναν καιρό, η σοφή Σουλτάνα έμαθε στον γιο της να ξεχωρίζει τους φίλους του τους πραγματικούς με τρία αυγά μονάχα. Κι εκείνος; Το έπραξε, και πολύ ευχαριστήθηκε τελικά.»

«Μια φορά κι έναν καιρό, μετά από πιοτό πολύ και ύπνο βαθύ, ο Θορ έχασε το σφυρί του! Και, απλοϊκός καθώς ήταν, ζήτησε τη βοήθεια του Λόκι για να το ξαναβρεί. Που να σκεφτόταν πως θα έπρεπε να φτάσει να άκρα και να γελοιοποιηθεί...! Εκεί να δεις πανικός και κακό!»

«Όχι, όχι... Μια φορά κι έναν καιρό, ένας σκελετός χόρευε στον ήχο μιας φλογέρας! Και μάλιστα τον σκελετό τον λέγανε Βαγγέλη.»

«Το δικό μου μια φορά κι έναν καιρό έχει να κάνει με ένα γάντι, μια ποντικίνα, έναν βάτραχο, έναν κούνελο, ένα αγριογούρουνο και μια αρκούδα! Θα σας πω...!»

«Ναι, αλλά το δικό μου μια φορά κι έναν καιρό έχει να κάνει με τη Χιόνα, την κοπέλα από χιόνι και τον Ήλιο. Πόσοι ξέρουν να σας πουν τέτοια παραμύθια;»

«Ναι, μα να μην ξεχάσουμε και τον Χότζα! Κι αυτόν, και τη γυναίκα του, αλλά και τον μακαρίτη τον άντρα της!»

Η μαγεία της ιστορίας διαλύεται μόνο όταν πάρεις τα μάτια και τα αυτιά σου από αυτήν. Στο Άλικο μπορούσες να ακούσεις και την καρφίτσα να πέφτει κάτω (και αυτό λέει πολλά για το ταλέντο των αφηγητών, καθώς το πάτωμα είναι ξύλινο) Και, φυσικά, καμία περιγραφή, όσο ενδελεχής κι αν είναι, δεν μπορεί να μεταφέρει το συναίσθημα, τη φόρτιση και τον αντίκτυπο μιας καλής αφήγησης! 

[Πες-πες πέρασε η ώρα, όμως, κι έπρεπε να φύγω! Εγώ και το παρδαλό κασκόλ μου πήραμε τρέχοντας τους δρόμους, όντας από τους εξαρτώμενους του Αθηναϊκού μετρό... Η νύχτα ήταν σύντομη, όμως η εμπειρία έπρεπε να βρει το δρόμο της προς εσάς, να γίνει μια ξεχωριστή, προσωπική ιστορία για να μοιράζομαι σε κάθε Χειμερινό Ηλιοστάσιο...]

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν χώρο –όχι και τόσο ταπεινό- ο Μάγος Αντώνης Μαράτος έφτιαξε μουσική από το τίποτα, κι ο Μουσικός Θόδωρος Κοτεπάνος έκανε το πιάνο να τραγουδήσει μόνο του. Εκείνη τη νύχτα οι Νεράιδες Lamia Bedioui, Σύλβια Βενιζελεά, Ελεάννα Γεροντοπούλου, Ναυσικά Καψαλά και Μάνια Μαράτου πιάστηκαν χέρι χέρι για να χορέψουν και να παρασύρουν εμάς τους ακροατές/θεατές μέσα στα μάγια τους...  Και ο Ανδρέας Μιχαηλίδης, ο δίχως αυλό Φαύνος, συντρόφεψε τα πνεύματα στη διαδρομή πάνω στο Bifrost. 

15666222_10211601530702181_1713993419_n

* Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη ΣτέΠΠα και τη δράση της, δείτε το άρθρο μας εδώ.

 

Με αγάπη, Melane.